Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίβουλος
ἀνεπιγνώμων
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος
ἀνεπιδείκνυμι
ἀνεπίδεικτος
ἀνεπίδεκτος
ἀνεπίδετος
View word page
ἀνεπίβλητος
inattentive, heedless

ShortDef

inattentive, heedless

Debugging

Headword:
ἀνεπίβλητος
Headword (normalized):
ἀνεπίβλητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιβλητος
IDX:
7253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7254
Key:

Data

{'content': 'inattentive, heedless'}