Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
πουρέακος
πουρεινίς
πούς
ποώδης
πρᾶγμα
πραγματᾶς
View word page
Πουλυνόη
Polynoe
ShortDef
Polynoe
Debugging
Headword:
Πουλυνόη
Headword (normalized):
πουλυνόη
Headword (normalized/stripped):
πουλυνοη
IDX:
72537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72538
Key:
Data
{'content': 'Polynoe'}