Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
πουρέακος
πουρεινίς
πούς
ποώδης
View word page
πούλιμος
ku-
ShortDef
ku-
Debugging
Headword:
πούλιμος
Headword (normalized):
πούλιμος
Headword (normalized/stripped):
πουλιμος
IDX:
72535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72536
Key:
Data
{'content': 'ku-'}