Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
ποῦπος
View word page
ποτός
drunk, fit for drinking

ShortDef

drunk, fit for drinking

Debugging

Headword:
ποτός
Headword (normalized):
ποτός
Headword (normalized/stripped):
ποτος
IDX:
72531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72532
Key:

Data

{'content': 'drunk, fit for drinking'}