Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
Πούπλιος
View word page
πότος
drinking, a drinking-bout, carousal
ShortDef
drinking, a drinking-bout, carousal
Debugging
Headword:
πότος
Headword (normalized):
πότος
Headword (normalized/stripped):
ποτος
IDX:
72530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72531
Key:
Data
{'content': 'drinking, a drinking-bout, carousal'}