Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
Πουλυτίων
View word page
ποτόν
drink, liquid
ShortDef
drink, liquid
Debugging
Headword:
ποτόν
Headword (normalized):
ποτόν
Headword (normalized/stripped):
ποτον
IDX:
72529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72530
Key:
Data
{'content': 'drink, liquid'}