Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίβουλος
ἀνεπιγνώμων
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος
ἀνεπιδείκνυμι
ἀνεπίδεικτος
ἀνεπίδεκτος
View word page
ἀνεπίβατος
not to be climbed

ShortDef

not to be climbed

Debugging

Headword:
ἀνεπίβατος
Headword (normalized):
ἀνεπίβατος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιβατος
IDX:
7252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7253
Key:

Data

{'content': 'not to be climbed'}