Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
πουλύπους
View word page
ποτόμφει
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ποτόμφει
Headword (normalized):
ποτόμφει
Headword (normalized/stripped):
ποτομφει
IDX:
72528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72529
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}