Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
Πουλυνόη
View word page
Ποτνιεύς
Potnian
ShortDef
Potnian
Debugging
Headword:
Ποτνιεύς
Headword (normalized):
ποτνιεύς
Headword (normalized/stripped):
ποτνιευς
IDX:
72527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72528
Key:
Data
{'content': 'Potnian'}