Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
Πουλυδάμας
View word page
ποτνιαστής
lamenter
ShortDef
lamenter
Debugging
Headword:
ποτνιαστής
Headword (normalized):
ποτνιαστής
Headword (normalized/stripped):
ποτνιαστης
IDX:
72526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72527
Key:
Data
{'content': 'lamenter'}