Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
πούλιμος
View word page
ποτνιασμός
lamentation

ShortDef

lamentation

Debugging

Headword:
ποτνιασμός
Headword (normalized):
ποτνιασμός
Headword (normalized/stripped):
ποτνιασμος
IDX:
72525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72526
Key:

Data

{'content': 'lamentation'}