Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
πουλβῖνον
View word page
ποτνίασις
loud lamentation
ShortDef
loud lamentation
Debugging
Headword:
ποτνίασις
Headword (normalized):
ποτνίασις
Headword (normalized/stripped):
ποτνιασις
IDX:
72524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72525
Key:
Data
{'content': 'loud lamentation'}