Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
που
ποῦ
View word page
Ποτνιάς
Potnian

ShortDef

mistress, queen
Potnian

Debugging

Headword:
Ποτνιάς
Headword (normalized):
ποτνιάς
Headword (normalized/stripped):
ποτνιας
IDX:
72523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72524
Key:

Data

{'content': 'Potnian'}