Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
πότος
ποτός
View word page
ποτνιάομαι
cry aloud ('πότνια')

ShortDef

cry aloud ('πότνια')

Debugging

Headword:
ποτνιάομαι
Headword (normalized):
ποτνιάομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτνιαομαι
IDX:
72521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72522
Key:

Data

{'content': "cry aloud ('πότνια')"}