Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
ποτόν
View word page
ποτνιάζομαι
cry aloud ('πότνια')

ShortDef

cry aloud ('πότνια')

Debugging

Headword:
ποτνιάζομαι
Headword (normalized):
ποτνιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτνιαζομαι
IDX:
72519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72520
Key:

Data

{'content': "cry aloud ('πότνια')"}