Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
ποτόμφει
View word page
πότνια
mistress, queen
ShortDef
mistress, queen
Debugging
Headword:
πότνια
Headword (normalized):
πότνια
Headword (normalized/stripped):
ποτνια
IDX:
72518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72519
Key:
Data
{'content': 'mistress, queen'}