Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
Ποτνιεύς
View word page
πότνα
mistress, queen
ShortDef
mistress, queen
Debugging
Headword:
πότνα
Headword (normalized):
πότνα
Headword (normalized/stripped):
ποτνα
IDX:
72517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72518
Key:
Data
{'content': 'mistress, queen'}