Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
View word page
πότμος
that which befals one, one's lot, destiny

ShortDef

that which befals one, one's lot, destiny

Debugging

Headword:
πότμος
Headword (normalized):
πότμος
Headword (normalized/stripped):
ποτμος
IDX:
72516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72517
Key:

Data

{'content': "that which befals one, one's lot, destiny"}