Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
ποτνίασις
View word page
ποτίταξις
command, injunction

ShortDef

command, injunction

Debugging

Headword:
ποτίταξις
Headword (normalized):
ποτίταξις
Headword (normalized/stripped):
ποτιταξις
IDX:
72514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72515
Key:

Data

{'content': 'command, injunction'}