Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
Ποτνιάς
View word page
ποτιστρέα
watering-place, trough, channel
ShortDef
watering-place, trough, channel
Debugging
Headword:
ποτιστρέα
Headword (normalized):
ποτιστρέα
Headword (normalized/stripped):
ποτιστρεα
IDX:
72513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72514
Key:
Data
{'content': 'watering-place, trough, channel'}