Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
ποτνιάς
View word page
ποτίστρα
watering-place, trough, channel
ShortDef
watering-place, trough, channel
Debugging
Headword:
ποτίστρα
Headword (normalized):
ποτίστρα
Headword (normalized/stripped):
ποτιστρα
IDX:
72512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72513
Key:
Data
{'content': 'watering-place, trough, channel'}