Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
πότμος
πότνα
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάομαι
View word page
ποτιστής
one who gives to drink

ShortDef

one who gives to drink

Debugging

Headword:
ποτιστής
Headword (normalized):
ποτιστής
Headword (normalized/stripped):
ποτιστης
IDX:
72511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72512
Key:

Data

{'content': 'one who gives to drink'}