Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίβουλος
ἀνεπιγνώμων
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος
ἀνεπιδείκνυμι
View word page
ἀνεπιβάρητος
unburdened

ShortDef

unburdened

Debugging

Headword:
ἀνεπιβάρητος
Headword (normalized):
ἀνεπιβάρητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιβαρητος
IDX:
7250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7251
Key:

Data

{'content': 'unburdened'}