Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτίταξις
ποτιφαίνω
View word page
πότισμα
draught

ShortDef

draught

Debugging

Headword:
πότισμα
Headword (normalized):
πότισμα
Headword (normalized/stripped):
ποτισμα
IDX:
72505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72506
Key:

Data

{'content': 'draught'}