Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
View word page
ποτιρραίνω
sprinkle on
ShortDef
sprinkle on
Debugging
Headword:
ποτιρραίνω
Headword (normalized):
ποτιρραίνω
Headword (normalized/stripped):
ποτιρραινω
IDX:
72503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72504
Key:
Data
{'content': 'sprinkle on'}