Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
View word page
ποτιπτήσσω
to crouch

ShortDef

to crouch

Debugging

Headword:
ποτιπτήσσω
Headword (normalized):
ποτιπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
ποτιπτησσω
IDX:
72502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72503
Key:

Data

{'content': 'to crouch'}