Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
View word page
ποτιπίαμμα
fat remaining on the altar

ShortDef

fat remaining on the altar

Debugging

Headword:
ποτιπίαμμα
Headword (normalized):
ποτιπίαμμα
Headword (normalized/stripped):
ποτιπιαμμα
IDX:
72501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72502
Key:

Data

{'content': 'fat remaining on the altar'}