Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
ποτιστήριον
View word page
Ποτίολοι
Puteoli, modern Pozzuoli

ShortDef

Puteoli, modern Pozzuoli

Debugging

Headword:
Ποτίολοι
Headword (normalized):
ποτίολοι
Headword (normalized/stripped):
ποτιολοι
IDX:
72500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72501
Key:

Data

{'content': 'Puteoli, modern Pozzuoli'}