Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτίστασις
ποτιστέον
View word page
ποτινίσομαι
come

ShortDef

come

Debugging

Headword:
ποτινίσομαι
Headword (normalized):
ποτινίσομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτινισομαι
IDX:
72499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72500
Key:

Data

{'content': 'come'}