Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
View word page
ἀγριάς
wild
ShortDef
wild
Debugging
Headword:
ἀγριάς
Headword (normalized):
ἀγριάς
Headword (normalized/stripped):
αγριας
IDX:
724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-725
Key:
Data
{'content': 'wild'}