Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότισμα
ποτισμός
View word page
ποτίκρανον
a cushion

ShortDef

a cushion

Debugging

Headword:
ποτίκρανον
Headword (normalized):
ποτίκρανον
Headword (normalized/stripped):
ποτικρανον
IDX:
72496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72497
Key:

Data

{'content': 'a cushion'}