Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
View word page
ποτικατάβλημα
additional payment

ShortDef

additional payment

Debugging

Headword:
ποτικατάβλημα
Headword (normalized):
ποτικατάβλημα
Headword (normalized/stripped):
ποτικαταβλημα
IDX:
72494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72495
Key:

Data

{'content': 'additional payment'}