Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
ποτιρραίνω
View word page
ποτίζω
to give to drink
ShortDef
to give to drink
Debugging
Headword:
ποτίζω
Headword (normalized):
ποτίζω
Headword (normalized/stripped):
ποτιζω
IDX:
72493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72494
Key:
Data
{'content': 'to give to drink'}