Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
ποτιπίαμμα
ποτιπτήσσω
View word page
ποτιέρπω
steal upon

ShortDef

steal upon

Debugging

Headword:
ποτιέρπω
Headword (normalized):
ποτιέρπω
Headword (normalized/stripped):
ποτιερπω
IDX:
72492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72493
Key:

Data

{'content': 'steal upon'}