Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
Ποτίολοι
View word page
Ποτιδαιατικός
Potidaean
ShortDef
Potidaean
Debugging
Headword:
Ποτιδαιατικός
Headword (normalized):
ποτιδαιατικός
Headword (normalized/stripped):
ποτιδαιατικος
IDX:
72490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72491
Key:
Data
{'content': 'Potidaean'}