Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτινίσομαι
View word page
Ποτιδαιάτης
a Potidaean
ShortDef
a Potidaean
Debugging
Headword:
Ποτιδαιάτης
Headword (normalized):
ποτιδαιάτης
Headword (normalized/stripped):
ποτιδαιατης
IDX:
72489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72490
Key:
Data
{'content': 'a Potidaean'}