Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίβουλος
ἀνεπιγνώμων
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
View word page
ἀνεπηρέαστος
free from injury

ShortDef

free from injury

Debugging

Headword:
ἀνεπηρέαστος
Headword (normalized):
ἀνεπηρέαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπηρεαστος
IDX:
7248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7249
Key:

Data

{'content': 'free from injury'}