Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποτηματοποιός
ποτήρ
ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
ποτικός
ποτίκρανον
View word page
ποτητύν
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ποτητύν
Headword (normalized):
ποτητύν
Headword (normalized/stripped):
ποτητυν
IDX:
72486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72487
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}