Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πότημα
πότημα2
ποτηματοποιός
ποτήρ
ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
ποτικατάβλημα
View word page
ποτής
a drinking, drink
ShortDef
a drinking, drink
Debugging
Headword:
ποτής
Headword (normalized):
ποτής
Headword (normalized/stripped):
ποτης
IDX:
72484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72485
Key:
Data
{'content': 'a drinking, drink'}