Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτή2
πότημα
πότημα2
ποτηματοποιός
ποτήρ
ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
ποτητός
ποτητύν
ποτί
Ποτιδαία
Ποτιδαιάτης
Ποτιδαιατικός
ποτιδόρπιος
ποτιέρπω
ποτίζω
View word page
πότης
a drinker, tippler, toper

ShortDef

a drinker, tippler, toper

Debugging

Headword:
πότης
Headword (normalized):
πότης
Headword (normalized/stripped):
ποτης
IDX:
72483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72484
Key:

Data

{'content': 'a drinker, tippler, toper'}