Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτέος
πότερον
πότερος
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρωθι;
ποτέρως
ποτέρωσε
ποτή
ποτή2
πότημα
πότημα2
ποτηματοποιός
ποτήρ
ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
πότης
ποτής
View word page
πότημα
a flight

ShortDef

a flight
draught, potion

Debugging

Headword:
πότημα
Headword (normalized):
πότημα
Headword (normalized/stripped):
ποτημα
IDX:
72474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72475
Key:

Data

{'content': 'a flight'}