Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανός
ποτάομαι
ποταποφωνέω
ποτε
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδεάτης
ποτέος
πότερον
πότερος
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρωθι;
ποτέρως
ποτέρωσε
ποτή
ποτή2
πότημα
View word page
ποτέος
to be drunk
ShortDef
to be drunk
Debugging
Headword:
ποτέος
Headword (normalized):
ποτέος
Headword (normalized/stripped):
ποτεος
IDX:
72464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72465
Key:
Data
{'content': 'to be drunk'}