Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανός
ποτάομαι
ποταποφωνέω
ποτε
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδεάτης
ποτέος
πότερον
πότερος
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρωθι;
ποτέρως
ποτέρωσε
ποτή
ποτή2
View word page
Ποτειδεάτης
inhabitant of Potidaea

ShortDef

inhabitant of Potidaea

Debugging

Headword:
Ποτειδεάτης
Headword (normalized):
ποτειδεάτης
Headword (normalized/stripped):
ποτειδεατης
IDX:
72463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72464
Key:

Data

{'content': 'inhabitant of Potidaea'}