Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμοφυλακία
ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανός
ποτάομαι
ποταποφωνέω
ποτε
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδεάτης
ποτέος
πότερον
πότερος
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρωθι;
ποτέρως
View word page
ποτε
ever, sometime

ShortDef

ever, sometime

Debugging

Headword:
ποτε
Headword (normalized):
ποτε
Headword (normalized/stripped):
ποτε
IDX:
72460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72461
Key:

Data

{'content': 'ever, sometime'}