Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίβουλος
View word page
ἀνεπεξήγητος
unexplained
ShortDef
unexplained
Debugging
Headword:
ἀνεπεξήγητος
Headword (normalized):
ἀνεπεξήγητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπεξηγητος
IDX:
7245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7246
Key:
Data
{'content': 'unexplained'}