Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποταμόνδε
ποταμόρρυτος
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμοφυλακία
ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανός
ποτάομαι
ποταποφωνέω
ποτε
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδεάτης
ποτέος
πότερον
πότερος
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
View word page
ποτάομαι
to fly about
ShortDef
to fly about
Debugging
Headword:
ποτάομαι
Headword (normalized):
ποτάομαι
Headword (normalized/stripped):
ποταομαι
IDX:
72458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72459
Key:
Data
{'content': 'to fly about'}