Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτάμιος
Πόταμις
ποταμίτης
ποταμογείτων
ποταμοδιάρτης
Ποταμοί
ποταμοκαρίδες
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμόρρυτος
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμοφυλακία
ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανός
ποτάομαι
ποταποφωνέω
ποτε
View word page
ποταμός
a river, stream

ShortDef

a river, stream

Debugging

Headword:
ποταμός
Headword (normalized):
ποταμός
Headword (normalized/stripped):
ποταμος
IDX:
72450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72451
Key:

Data

{'content': 'a river, stream'}