Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπάλλακτος
ἀνεπάνακτος
ἀνεπανόρθωτος
ἀνεπαύξητος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπείσακτος
ἀνεπέκτατος
ἀνεπέλευστος
ἀνεπεξέργαστος
ἀνεπεξήγητος
ἀνεπέρειστος
ἀνεπερώτητος
ἀνεπηρέαστος
ἀνεπής
ἀνεπιβάρητος
ἀνεπιβασία
ἀνεπίβατος
ἀνεπίβλητος
ἀνεπιβούλευτος
View word page
ἀνεπεξέργαστος
not wrought out, imperfect
ShortDef
not wrought out, imperfect
Debugging
Headword:
ἀνεπεξέργαστος
Headword (normalized):
ἀνεπεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπεξεργαστος
IDX:
7244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7245
Key:
Data
{'content': 'not wrought out, imperfect'}