Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποτάμιον
Ποτάμιος
ποτάμιος
Πόταμις
ποταμίτης
ποταμογείτων
ποταμοδιάρτης
Ποταμοί
ποταμοκαρίδες
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμόρρυτος
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμοφυλακία
ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανός
ποτάομαι
View word page
ποταμόνδε
to

ShortDef

to

Debugging

Headword:
ποταμόνδε
Headword (normalized):
ποταμόνδε
Headword (normalized/stripped):
ποταμονδε
IDX:
72448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72449
Key:

Data

{'content': 'to'}