Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποταμηνή
ποταμηπόρος
ποτάμιον
Ποτάμιος
ποτάμιος
Πόταμις
ποταμίτης
ποταμογείτων
ποταμοδιάρτης
Ποταμοί
ποταμοκαρίδες
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμόρρυτος
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμοφυλακία
ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
View word page
ποταμοκαρίδες
cammariunculi

ShortDef

cammariunculi

Debugging

Headword:
ποταμοκαρίδες
Headword (normalized):
ποταμοκαρίδες
Headword (normalized/stripped):
ποταμοκαριδες
IDX:
72446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72447
Key:

Data

{'content': 'cammariunculi'}